ωλεσίτεκνος

ωλεσίτεκνος
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί-τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω- τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους (πρβλ. ὠλεσί-καρπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὠλεσίτεκνος — child murdering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλεσίτεκνον — ὠλεσίτεκνος child murdering masc/fem acc sg ὠλεσίτεκνος child murdering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”